συνδιασκέπτομαι

συνδιασκέπτομαι
ΝΜΑ
διασκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διασκέπτομαι «μελετώ με προσοχή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνδιάσκεψη — η /συνδιάσκεψις, έψεως, ΝΜ [συνδιασκέπτομαι] η πράξη τού διασκέπτομαι, σύσκεψη νεοελλ. 1. το σύνολο τών προσώπων που διασκέπτονται («η συνδιάσκεψη δεν έλαβε καμιά απόφαση») 2. αντιπροσωπευτικό ή και καθοδηγητικό σώμα ιδίως πολιτικού σχηματισμού… …   Dictionary of Greek

  • συνεδρεύω — ΝΑ [σύνεδρος] 1. παίρνω μέρος σε συνεδρίαση, συνεδριάζω 2. συνδιασκέπτομαι, συσκέπτομαι αρχ. 1. στήνω ενέδρα, ενεδρεύω 2. (για στρατεύματα) περικλείω 3. μτφ. α) ιατρ. (για σύμπτωμα) συνυπάρχω, συνοδεύω («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι ὄγκος»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”